- λίγνεμα
- το [λιγνεύω]λέπτυνση, αδυνάτισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίγνεμα — το, ατος η λέπτυνση, το αδυνάτισμα: Το λίγνεμα του σώματος έγινε από τη δίαιτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολέπτυνση — η τέλεια λέπτυνση, αδυνάτισμα, λίγνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπτύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Βάρδα] … Dictionary of Greek
αχαμνάδα — αχαμνάδα, η και αχάμνια, η αδυναμία, λίγνεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)